- ξεπούλημα
- τό1) распродажа; 2) дешёвая распродажа;
βγάνω στο ξεπούλημα — продавать по дешёвке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βγάνω στο ξεπούλημα — продавать по дешёвке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπούλημα — το, ατος 1. τελείωμα, τέλεια διάθεση του εμπορεύματος: Βρίσκομαι στο ξεπούλημα. 2. πούληση σε φτηνή τιμή: Τα βάλαμε όλα στο ξεπούλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπούλημα — το [ξεπουλώ] 1. πούλημα όλου τού εμπορεύματος 2. πώληση πράγματος σε χαμηλή τιμή με λίγο ή καθόλου κέρδος … Dictionary of Greek
απεμπόληση — η (AM ἀπεμπόλησις, εως Α κ. ἀπεμπολή) ξεπούλημα, αθέμιτη παραχώρηση με ανταλλάγματα, προδοσία … Dictionary of Greek
διάπρασις — διάπρασις, η (AM) [διαπιπράσκω] πούληση, ξεπούλημα μσν. αναγκαστική εκποίηση … Dictionary of Greek
εκποίηση — η (AM ἐκποίησις) πώληση νεοελλ. πώληση όλου τού εμπορεύματος, ξεπούλημα αρχ. 1. αποσπερματισμός 2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία 3. αποπεράτωση οικοδομήματος … Dictionary of Greek
εξόδευση — και ξόδεψη, η [εξοδεύω] κατανάλωση εμπορευμάτων, ξεπούλημα … Dictionary of Greek
ξέκαμα — το [ξεκάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκάνω, εκποίηση, ξεπούλημα 2. κατασπατάληση 3. εξόντωση αντιπάλου … Dictionary of Greek
σκότωμα — (I) το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)] νεοελλ. 1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης 2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα» ιατρ. σκότωμα… … Dictionary of Greek
Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… … Dictionary of Greek
εκποίηση — η πώληση και μάλιστα αναγκαστική ύστερα από δικαστική απόφαση, ξεπούλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)